- μεταφορτώνω
- φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταφορτώνω — μεταφόρτωσα, μεταφορτώθηκα, μεταφορτωμένος, φορτώνω κάτι από ένα μέσο σε άλλο: Μεταφόρτωσε τα καπνά από το τρένο στο φορτηγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφόρτωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο 2. (οικον. συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε… … Dictionary of Greek
τρανσμπορντάρω — Ν (ιδιωμ.) μεταφορτώνω από ένα πλοίο ή τρένο στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. transborder «μεταφορτώνω, μεταφέρω από πλοίο σε πλοίο»] … Dictionary of Greek
αμεταφόρτωτος — η, ο [μεταφορτώνω] αυτός που δεν μεταφορτώθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφορτωθεί … Dictionary of Greek
μετεντίθημι — (Α) (το μέσ.) μετεντίθεμαι 1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο 2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν τίθημι «θέτω, τοποθετώ»] … Dictionary of Greek